μεθανάλη

μεθανάλη
η
χημ. συστηματική ονομασία τής φορμαλδεΰδης, οργανικής χημικής ένωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορμαλδεΰδη — η, Ν 1. χημ. άκυκλη οργανική χημική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων μονοαλδεϋδών, γνωστή και ως μυρμηκική αλδεΰδη καθώς και με τη συστηματική ονομασία μεθανάλη 2. (φαρμ.) διαυγές, άχρωμο και δριμείας οσμής διάλυμα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”